-
1 ἐπι-μήδομαι
ἐπι-μήδομαι, gegen Einen ersinnen, δόλον πατρί, Bd. 4, 437 u. sp. D., wie Qu. Sm. 14, 479.
См. также в других словарях:
επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] … Dictionary of Greek